- σύλλαβος
- ο, ΝΜνεοελλ.(στη Δυτική Εκκλησία) κατάλογος που περιέχει τις διάφορες αιρέσειςμσν.πίνακας ονομάτων, ευρετήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. syllabus, -i «κατάλογος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισοσύλλαβος — η, ο (ΑΜ ἰσοσύλλαβος, ον) (για λέξεις ή στίχους) αυτός που έχει ισάριθμες συλλαβές με κάποιον άλλο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ισοσύλλαβα τα ονόματα που έχουν τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις. επίρρ... ισοσυλλάβως και… … Dictionary of Greek
κακοσύλλαβος — κακοσύλλαβος, ον (Μ) (για λέξεις) αυτός που έχει κακές συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. βραχυ σύλλαβος, μακρο σύλλαβος] … Dictionary of Greek
μονοσύλλαβος — η, ο (Α μονοσύλλαβος, ον) 1. (για λέξεις) αυτός που αποτελείται από μία μόνο συλλαβή 2. μτφ. αυτός που απαντά μονολεκτικά αρχ. (ειρων. για τους γραμματικούς) αυτός που ασχολείται μόνο με τις συλλαβές τών λέξεων. επίρρ... μονοσυλλάβως και… … Dictionary of Greek
ομοιοσύλλαβος — ὁμοιοσύλλαβος, ον (Μ) αυτός που έχει όμοιο αριθμό συλλαβών, ισοσύλλαβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. πολυ σύλλαβος] … Dictionary of Greek
πεντασύλλαβος — η, ο / πεντασύλλαβος, ον, ΝΑ (για λέξεις, στίχους ή μετρικούς πόδες) αυτός που σύγκειται από πέντε συλλαβές νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πεντασύλλαβος (μετρ.) ο στίχος που αποτελείται από πέντε συλλαβές και που, στη μορφή τού δακτυλικού ή ιαμβικού,… … Dictionary of Greek
πολυσύλλαβος — η, ο / πολυσύλλαβος, ον, ΝΜΑ γραμμ. (κυρίως για λέξη) αυτός που σύγκειται από πολλές συλλαβές. επίρρ... πολυσυλλάβως ΝΜΑ με πολλές συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. μονο σύλλαβος] … Dictionary of Greek
ποσοσύλλαβος — ον, Α με πόσες συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. πολυ σύλλαβος] … Dictionary of Greek
τετρασύλλαβος — η, ο / τετρασύλλαβος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από τέσσερεις συλλαβές («τετρασύλλαβη λέξη»). επίρρ... τετρασυλλάβως Α με τέσσερεις συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. δι σύλλαβος] … Dictionary of Greek
τρεισκαιδεκασύλλαβος — και τρισκαιδεκασύλλαβος, ον, Α αυτός που έχει δεκατρείς συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. πολυ σύλλαβος] … Dictionary of Greek
τρισύλλαβος — η, ο / τρισύλλαβος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από τρεις συλλαβές (α. «τρισύλλαβη λέξη» β. «ἐπήκουσα τῆς ἐπῳδῆς, ἦν δὲ τρισύλλαβος», Λουκ.). επίρρ... τρισυλλάβως Α με τρεις συλλαβές, σε τρεις συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σύλλαβος (<… … Dictionary of Greek